δέστρα

δέστρα
η [δένω]
ναυτ. στήλη σιδερένια στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα τού λιμανιού για το δέσιμο τών πλοίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκαλμίσκος — ο, Ν ναυτ. 1. μικρή δέστρα για δέσιμο σχοινιών ή για σύσφιγξή τους, κν. κοτσανέλο 2. ξύλινο ατρακτοειδές εξάρτημα από το οποίο περνάει το σχοινί τών σημαιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • σταμινάριο — το, Ν [σταμίν, ίνος] ναυτ. το άκρο τής σταμίνας που εξέχει πάνω από την κουπαστή στην πρώρα και στην πρύμνη ιστιοφόρου και χρησιμεύει ως δέστρα …   Dictionary of Greek

  • τονοδέτης — ο, Ν ναυτ. δέστρα τής προκυμαίας, η οποία χρησιμεύει για την πρυμνοδέτηση τών πλοίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”